μηνολογώ

μηνολογώ
μηνολογῶ, -έω (Μ)
(για επιστολή ή έγγραφο) σημειώνω την ημερομηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -λογῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μηνολόγημα — μηνολόγημα, τὸ (Μ) [μηνολογώ] σημείωση τού μήνα σε ένα έγγραφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”